Τα κλιματιστικά μηχανήματα έχουν δικαιολογημένα ενταχθεί στη συνείδησή μας ως απαραίτητες συσκευές για τον οικιακό εξοπλισμό, έτσι ώστε να καταπολεμήσουμε τις υψηλές θερμοκρασίες κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Στόχος του κειμένου αποτελεί η ενημέρωση του αναγνώστη, με απλό και κατανοητό τρόπο, περί των βασικών χαρακτηριστικών και διαθέσιμων τεχνολογιών στο χώρο των κλιματιστικών. Θα πρέπει να τονιστεί ότι οι παρακάτω πληροφορίες σε καμία περίπτωση δεν στοχεύουν να αντικαταστήσουν την επιστημονική ανάλυση ενός εξειδικευμένου μηχανικού, η οποία αποτελεί τoν πλέον ασφαλή τρόπο για την επιλογή του κλιματιστικού μας μηχανήματος.
Επιλογή ισχύος (BTU)
Το πρώτο χαρακτηριστικό που θα πρέπει να μας απασχολήσει είναι η ισχύς του κλιματιστικού. Με τον όρο “ισχύς” εννοούμε την ποσότητα θερμότητας (ενέργειας) που είτε μπορεί να απορροφήσει η κλιματιστική μονάδα σε λειτουργία ψύξης, είτε να εκλύσει σε λειτουργία θέρμανσης, έτσι ώστε η θερμοκρασία να μεταβληθεί από μία τιμή “Α” σε μία τιμή “Β”. Στο χώρο των κλιματιστικών, η ισχύς υπολογίζεται σε “BTU” (British Thermal Unit). Ο υπολογισμός της ισχύς που πρέπει να έχει το κλιματιστικό για να μπορεί να μεταβάλει τη θερμοκρασία στο χώρο, αποτελεί μία σύνθετη διαδικασία που απαιτεί επιστημονική ανάλυση, αφού πρέπει να λάβουμε υπόψη μία πλειάδα παραμέτρων. Ενδεικτικά, στη συνέχεια αναφέρονται οι πιο σημαντικοί:
- Τον όγκο του χώρου
- Τα υλικά κατασκευής του κτηρίου (ύπαρξη μόνωσης/ αλουμινένιων κουφωμάτων)
- Τον όροφο στον οποίο βρίσκεται ο υπό εξέταση χώρος (ρετιρέ ή ενδιάμεσος όροφος)
- Τον προσανατολισμό του χώρου
- Το πλήθος των ανθρώπων που υπάρχουν στο χώρο κατά τη λειτουργία του κλιματιστικού
- Την ισχύ των υπόλοιπων ηλεκτρικών συσκευών που υφίστανται στο χώρο
Επειδή η επιστημονική επεξεργασία των προαναφερομένων δεδομένων είναι αρκετά περίπλοκη, στη συνέχεια παρατίθεται ενδεικτικός πίνακας που συσχετίζει την ισχύ του κλιματιστικού με το εμβαδό του χώρου για τον οποίο προορίζεται. Με τη βοήθεια του πίνακα θα αποφύγουμε την αγορά ενός υπερβολικά μικρού ή μεγάλου μηχανήματος (από πλευράς BTU).
Εάν το κλιματιστικό είναι ιδιαίτερα μικρό τότε θα είναι ανεπαρκές για τη βέλτιστη ψύξη ή θέρμανση του χώρου και θα βρίσκεται σε συνεχή λειτουργία, αυξάνοντας την κατανάλωση και την πιθανότητα εμφάνισης βλάβης. Από την άλλη εάν το κλιματιστικό είναι αρκετά μεγάλο, τότε θα ενεργοποιείται και θα απενεργοποιείται με ιδιαίτερα μεγάλη συχνότητα, με αποτέλεσμα την αδυναμία αφύγρανσης του χώρου και την μη αποδοτική, από πλευράς κατανάλωσης, λειτουργία του. Συνεπώς, η άποψη ότι το κλιματιστικό πρέπει να είναι όσο το δυνατόν μεγαλύτερο, από πλευράς BTU, αποτελεί ανακρίβεια.
Ενδεικτικός πίνακας συσχέτισης BTU και εμβαδού δωματίου m2
Εύρος εμβαδού δωματίου m2 | Προτεινόμενα BTU |
9 – 13 | 7.000 |
13 – 18 | 9.000 |
18 – 25 | 12.000 |
25 – 30 | 14.000 |
30 – 35 | 16.000 |
35 – 40 | 18.000 |
40 – 45 | 20.000 |
45 – 55 | 22.000 |
55 – 65 | 24.000 |
Ο αριθμός που προκύπτει από τον παραπάνω εμπειρικό κανόνα πρέπει να αυξηθεί στις εξής περιπτώσεις:
- Εάν το δωμάτιο είναι ηλιόλουστο κατά το μεγαλύτερο μέρος της μέρας αύξηση 10%
- Εάν στο δωμάτιο υπάρχει ηλεκτρική κουζίνα αύξηση κατά 4.000 BTU
- Εάν στο δωμάτιο υπάρχουν συνεχώς περισσότερα από δύο άτομα αύξηση κατά 600 BTU ανά άτομο
Τύποι κλιματιστικών
Κατά την έρευνα αγοράς στο χώρο των κλιματιστικών μηχανημάτων, μπορούμε να παρατηρήσουμε μία μεγάλη ποικιλία σε τύπους κλιματιστικών.
Inverter ή Συμβατικό (on/off)
Από πλευράς τεχνολογίας μπορούμε να διακρίνουμε τα κλιματιστικά σε inverter και συμβατικά (on/off). Τα inverterκλιματιστικά λειτουργούν με μεταβλητό ρυθμό ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στο χώρο. Κατά την αρχική ενεργοποίησή τους λειτουργούν στο μέγιστο ρυθμό, έτσι ώστε ο χώρος να αποκτήσει τις συνθήκες (θερμοκρασίας και υγρασίας) που έχουμε θέσει. Όταν επικρατήσουν οι επιθυμητές συνθήκες, συνεχίζουν να λειτουργούν αλλά με αισθητά μειωμένο ρυθμό με σκοπό τη διατήρησή τους. Σε αντίθεση με τα inverter, τα συμβατικά κλιματιστικά είτε λειτουργούν με σταθερό ρυθμό είτε παύουν τη λειτουργία τους. Για το λόγο αυτό ονομάζονται και on/off. Κατά το στάδιο αρχικής λειτουργίας, δηλαδή έως ότου επικρατήσουν οι επιθυμητές συνθήκες, τα συμβατικά λειτουργούν με σταθερό ρυθμό, ο οποίος είναι μικρότερος σε σχέση με τον ρυθμό των inverter κλιματιστικών αντίστοιχης ισχύος. Ως εκ τούτου, ένα συμβατικό κλιματιστικό θα δημιουργήσει τις επιθυμητές συνθήκες σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από την έναρξη της λειτουργίας του, σε σχέση με ένα inverter αντίστοιχης ισχύος. Όταν επικρατήσουν οι επιθυμητές συνθήκες τότε παύουν να λειτουργούν, έως ότου οι συνθήκες αποκλίνουν αρκετά από αυτές. Όταν η απόκλιση γίνει αισθητή, τότε επαναλειτουργούν στον αρχικό σταθερό ρυθμό. Λόγω της προαναφερόμενης διαφοροποίησης τα inverter κλιματιστικά επιτυγχάνουν:
1 | 2 | 3 |
Μικρότερη κατανάλωση σε σχέση με τα αντίστοιχα σε ισχύ συμβατικά | Μικρότερα επίπεδα θορύβου, λόγω της συνεχόμενης λειτουργίας τους σε χαμηλές στροφές | Συνεχή διατήρηση της θερμοκρασίας και υγρασίας σε επίπεδα πιο κοντά στα επιθυμητά |
Συμπερασματικά, τα συμβατικά κλιματιστικά αποτελούν μία φθηνότερη λύση κατά την αγορά τους, η οποία όμως μπορεί να αποδειχθεί πολύ ακριβότερη κατά την λειτουργία τους.
Ενεργειακή κλάση
Όπως συμβαίνει με πολλές οικιακές συσκευές (π.χ. ψυγεία, πλυντήρια, φούρνοι κλπ) έτσι και τα κλιματιστικά κατηγοριοποιούνται σε ενεργειακές κλάσεις προς διευκόλυνση του καταναλωτικού κοινού. Η κατηγοριοποίηση τους γίνεται με βάση την ενεργειακή τους απόδοση, δηλαδή το ωφέλιμο ποσό ενέργειας που ελευθερώνουν στο χώρο, σε σχέση με αυτό που καταναλώνουν. Οι ενεργειακές κλάσεις κυμαίνονται από Α+++ έως G. Αξίζει να σημειωθεί ότι η κλάση Α+++ είναι η πιο αποδοτική, ενώ αντίθετα η κλάση G η λιγότερο αποδοτική.
Μέχρι πρότινος η κατηγοριοποίηση των κλιματιστικών μονάδων σε ενεργειακές κλάσεις γινόταν με βάση δύο δείκτες, το βαθμό ενεργειακής απόδοσης θέρμανσης (COP) και το βαθμό ενεργειακής απόδοσης ψύξης (EER). Οι δύο δείκτες υπολογίζονται εάν διαιρέσουμε την αποδιδόμενη ενέργεια (θέρμανσης ή ψύξης) προς την καταναλισκόμενη ηλεκτρική ενέργεια. Αξίζει να σημειωθεί ότι υψηλές τιμές του εκάστοτε δείκτη αντικατοπτρίζουν και καλύτερα επίπεδα απόδοσης σε κατάσταση θέρμανσης ή ψύξης του μηχανήματος.
Ωστόσο, με βάση την νεώτερη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία συντάχθηκε στα πλαίσια παραγωγής και χρήσης λιγότερο ενεργοβόρων και ρυπογόνων κλιματιστικών μηχανημάτων, οι παραπάνω δείκτες θεωρήθηκε ότι δεν αντιπροσωπεύουν με αντικειμενικό τρόπο τις πραγματικές αποδόσεις ορισμένων τύπων κλιματιστικών (κυρίως συσκευές Inverter). Ως εκ τούτου, εισήχθησαν δύο νέοι δείκτες (SCOP, SEER) οι οποίοι απεικονίζουν αντικειμενικότερα την πραγματική ενεργειακή απόδοση των κλιματιστικών μονάδων. Συγκεκριμένα, η βασική τους διαφορά από τους προγενέστερους είναι ότι κατά τον υπολογισμό τους λαμβάνουν την παράμετρο της ετήσια λειτουργίας του μηχανήματος.
Ο εποχιακός συντελεστής απόδοσης θέρμανσης (SCOP) και ο εποχιακός βαθμός ενεργειακής απόδοσης ψύξης (SEER) αντιπροσωπεύουν ολόκληρη την περίοδο θέρμανσης ή ψύξης αντίστοιχα. Υπολογίζονται διαιρώντας την ετήσια απαιτούμενη θέρμανση ή ψύξη με την ετήσια καταναλισκόμενη ηλεκτρική ενέργεια αντίστοιχα. Ο δείκτης SCOP υπολογίζεται με κριτήριο τις ετήσιες μετρήσεις θερμοκρασίας που έχουν ληφθεί σε τρεις ξεχωριστές κλιματικές ζώνες (Ψυχρή, Μέση, Θερμή). Αντίθετα, ο συντελεστής SEER υπολογίζεται με βάση τις ετήσιες μετρήσεις θερμοκρασίας που έχουν ληφθεί μόνο στη μέση κλιματική ζώνη.
Στην αγορά κυκλοφορούν και μοντέλα τα οποία παρήχθησαν πριν την θέσπιση της εν λόγω νομοθεσίας και συνοδεύονται μόνο από τους συντελεστές COP και ΕΕR.
Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει τη διάκριση των κλιματιστικών σε ενεργειακές κλάσεις με βάση τις εποχιακές ενεργειακές αποδόσεις ψύξης και θέρμανσης.
Κλάση ενεργειακής απόδοσης |
SEER | SCOP |
Α+++ | SEER ≥ 8,50 | SCOP ≥ 5,10 |
Α++ | 6,10 ≤ SEER ≤ 8,50 | 4,60 ≤ SCOP ≤ 5,10 |
Α+ | 5,60 ≤ SEER ≤ 6,10 | 4,00 ≤ SCOP ≤ 4,60 |
Α | 5,10 ≤ SEER ≤ 5,60 | 3,40 ≤ SCOP ≤ 4,00 |
B | 4,60 ≤ SEER ≤ 5,10 | 3,10 ≤ SCOP ≤ 3,40 |
C | 4,10 ≤ SEER ≤ 4,60 | 2,80 ≤ SCOP ≤ 3,10 |
D | 3,60 ≤ SEER ≤ 4,10 | 2,50 ≤ SCOP ≤ 2,80 |
E | 3,10 ≤ SEER ≤3,60 | 2,20 ≤ SCOP ≤ 2,50 |
F | 2,60 ≤ SEER ≤3,10 | 21,90 ≤ SCOP ≤ 2,20 |
G | SEER ≤ 2,60 | SCOP ≤ 1,90 |
Εάν ένα κλιματιστικό έχει ενεργειακή κλάση “Α+” στη λειτουργία της ψύξης, δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ότι έχει την ίδια ενεργειακή κλάση κατά τη λειτουργία της θέρμανσης.
Ενεργειακή ετικέτα
Σύμφωνα με τη νεώτερη νομοθεσία της Ε.Ε. από την 1η Ιανουαρίου 2013, οι κατασκευαστές κλιματιστικών μονάδων οφείλουν να εκδίδουν την ανανεωμένη ενεργειακή ετικέτα της κάθε κλιματιστικής μονάδας, η οποία προσφέρει ενημέρωση στον τελικό χρήστη για τα χαρακτηριστικά του εκάστοτε μηχανήματος. Η παρακάτω εικόνα περιγράφει τα βασικότερα χαρακτηριστικά που αξίζει να έχουμε υπόψη μας πριν την αγορά οποιουδήποτε κλιματιστικού μηχανήματος:
- Επωνυμία ή εμπορικό σήμα προμηθευτή
- Κλάσεις ενεργειακής απόδοσης σε κατάσταση ψύξης
- SEER: Εποχιακός βαθμός ενεργειακής απόδοσης ψύξης
- Ισχύς θορύβου εσωτερικής μονάδας (dΒ)
- Ισχύς θορύβου εξωτερικής μονάδας (dΒ)
- Μοντέλο κλιματιστικής μονάδας
- Κλάσεις ενεργειακής απόδοσης σε κατάσταση θέρμανσης
- SCOP: Εποχιακός συντελεστής απόδοσης θέρμανσης
- Ευρωπαϊκός χάρτης διαιρεμένος σε τρεις διαφορετικές κλιματικές ζώνες
Το ίδιο κλιματιστικό μηχάνημα μπορεί να έχει διαφορετική ενεργειακή απόδοση και συνεπώς να υπάγεται σε διαφορετική ενεργειακή κλάση ανάλογα την κλιματική ζώνη στην οποία λειτουργεί. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αναγραφή του δείκτη SCOP στην ενεργειακή ετικέτα είναι υποχρεωτική για την περίπτωση της μέσης κλιματικής ζώνης και προαιρετική για την ψυχρή και τη θερμή. Η Ελλάδα ανήκει στην θερμή κλιματική ζώνη.
Θόρυβος
O θόρυβος που δημιουργείται κατά τη λειτουργία του κλιματιστικού θα πρέπει να αποτελέσει κριτήριο επιλογήςκατά την έρευνα αγοράς μας, ιδιαίτερα εάν το κλιματιστικό προορίζεται για εγκατάσταση στην κρεβατοκάμαρα. Μονάδα μέτρησης θορύβου είναι το decibel (dB) και όλοι οι κατασκευαστές αναγράφουν το επίπεδο τιμών (dΒ) του κάθε μοντέλου, τόσο για την εσωτερική όσο και για την εξωτερική μονάδα. Επειδή είναι δύσκολο να αντιληφθούμε πόσο αθόρυβο ή θορυβώδες θα είναι το κλιματιστικό κατά τη λειτουργία του μόνο από την ανάγνωση της συγκεκριμένης τιμής, προτείνεται να την εκμεταλλευτούμε συγκριτικά. Δηλαδή να συγκρίνουμε την τιμή (dB) που παράγει η μονάδα που μας ενδιαφέρει, με αυτή που παράγει ένα κλιματιστικό για το οποίο έχουμε ιδία άποψη περί των επιδόσεών του. Ακόμα μπορούμε να συγκρίνουμε τις τιμές (dB) των κλιματιστικών στα οποία έχουμε καταλήξει κατά την έρευνα αγοράς μας. Αυτό το οποίο έχει τη μικρότερη τιμή είναι το λιγότερο θορυβώδες. Ενδεικτικά, μέγιστα όρια θορύβου για την εσωτερική μονάδα θεωρούνται τα 40dB και για την εξωτερική τα 55dB. Αντίθετα, άψογα επίπεδα θορύβου (σχεδόν αθόρυβη λειτουργία) θεωρούνται τα 21 dB και κάτω.
Τα inverter κλιματιστικά είναι περισσότερο αθόρυβα λόγω της συνεχόμενης λειτουργίας τους σε χαμηλές στροφές
Ψύξη και Θέρμανση
Αν και η πλειονότητα των κλιματιστικών που είναι διαθέσιμα στη αγορά έχουν διπλή λειτουργία, εξυπηρετώντας ταυτόχρονα τόσο τις ανάγκες ψύξης όσο και θέρμανσης του χώρου, θα πρέπει να μην την θεωρήσουμε δεδομένη και να ελέγξουμε την ύπαρξή της στα χαρακτηριστικά του κλιματιστικού.
Το γεγονός ότι ένα κλιματιστικό έχει ενεργειακή κλάση “Α” στη λειτουργία της ψύξης, δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ότι έχει την ίδια ενεργειακή κλάση κατά τη λειτουργία της θέρμανσης.
Ιονιστής
Η τεχνολογία καθαρισμού του κλιματιζόμενου αέρα αποτελεί έναν συνεχώς βελτιούμενο τομέα στο χώρο των κλιματιστικών. Στην πλειονότητά τους τα κλιματιστικά είναι εξοπλισμένα με φίλτρα, έτσι ώστε να συγκρατούνται σκόνες και μικροοργανισμοί. Η εξέλιξη των προαναφερόμενων φίλτρων οδήγησε αρκετούς κατασκευαστές να εφοδιάσουν τα μοντέλα τους και με ιονιστή, δηλαδή ένα φίλτρο προηγμένης ηλεκτρονικής τεχνολογίας (φίλτρο cold plasma). Ο ιονιστής χρησιμοποιώντας ηλεκτρικά πεδία απελευθερώνει θετικά και αρνητικά ιόντα στον αέρα που εξουδετερώνουν βακτήρια και ιούς, ενώ παράλληλα συγκρατεί σκόνη, οσμές και αιωρούμενα σωματίδια. Η λειτουργία ιονιστή συνίσταται σε χώρους καπνιζόντων και σε περιπτώσεις ανθρώπων που υποφέρουν από αλλεργίες (όπως αλλεργική ρινίτιδα), ηλικιωμένους και μωρά.
Συντήρηση κλιματιστικού
Βασική προϋπόθεση για την αποτελεσματική λειτουργία του κλιματιστικού είναι η τοποθέτηση και εγκατάστασή του από έμπειρους τεχνικούς. Ανά τακτικά χρονικά διαστήματα (συνήθως μία φορά ανά έτος) απαιτείται συντήρηση από εξειδικευμένους επαγγελματίες ψυκτικούς αντιμετωπίζοντας ήδη υπάρχουσες βλάβες του μηχανήματος ή προλαμβάνοντας την εμφάνισή τους. Η συντήρηση του κλιματιστικού θα πρέπει να αφορά τόσο την εσωτερική όσο και την εξωτερική μονάδα. Πέραν της τακτικής συντήρησης από εξειδικευμένο προσωπικό, προτείνεται και συχνός καθαρισμός των φίλτρων και των πτερυγίων του μηχανήματος από σκόνες, οι οποίες σταδιακά επιβαρύνουν την αποτελεσματικότητα του κλιματιστικού. Οι παραπάνω ενέργειες εφόσον εφαρμόζονται τακτικά και σχολαστικά επιτυγχάνουν την βελτίωση της απόδοσης του κλιματιστικού μηχανήματος, του χρόνου ζωής του καθώς και μπορεί να επιφέρουν αισθητές μειώσεις στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας για το νοικοκυριό ή την επιχείρηση.